abondance - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

abondance - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Abondance (disambiguation)

abondance         
n. abundance, plentifulness, profusion, richness, plenty; affluence, fullness, galore; generosity, open-handedness; liberality
abondant         
abundant, plentiful; affluent, ample, plenty; afloat; plenteous, luxurious; rife, copious, opulent
abonder      
abound, be plentiful, be abundant; be filled with; overflow with, teem

Βικιπαίδεια

Abondance

Abondance is the name of:

  • Abondance cheese, a type of cheese
  • Abondance (cattle), a breed of cattle
  • Abondance, Haute-Savoie, a commune of the Haute-Savoie département in France
  • Abondance, Martinique
  • Abondance Ski Valley, a ski area in the Portes du Soleil, France
  • Abondance, one of several French navy vessels of that name, and also HMS Abondance
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για abondance
1. Victime de son abondance Léonard Gianadda est un peu la victime consentante de son abondance.
2. Abondance de biens nuit «Dutti», ou les limites de l‘admiration.
3. Cette abondance plus grande aura trois conséquences distinctes. 1.
4. Les performances des marchés attestent de cette abondance des liquidités.
5. Pénurie de blé, abondance de moutons Economie romande.